νομος

νομος
    I.
    νομός
    ὅ
    1) пастбище, выгон
    

(ἵππων Hom.)

    ν. ὕλης Hom. — лесное пастбище;
    ἐπέων πολὺς ν. Hom. — широка словесная пажить, т.е. говорить можно без конца

    2) корм, пища HH., Hes., Arph.
    3) местопребывание, обиталище
    

νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἔχειν Her. — обитать в море;

    ν. τῆς Ἑλλάδος Eur. — край Эллады

    4) округ, область, ном (в Египте, Вавилонии, Персии и у скифов) Her.
    II.
    νόμος
    ὅ
    1) обычай, установление, законоположение, закон
    

(νόμοι καὴ ἤθεα Hes.)

    ν. πάντων βασιλεύς погов. Pind. — обычай - всеобщий повелитель;
    κατὰ νόμον Hes., Her., κὰν νόμον Pind. — по (установленному) обычаю или согласно закону;
    οἱ κατὰ νόμον ὄντες θεοί Plat. — общепризнанные (установленные традицией) боги;
    ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ Pind. — согласно закону Адраста, т.е. по уставу Немейских игрищ;
    νόμῳ καὴ ἔθει Plat. — по закону и по обычаю;
    χειρῶν ν. Arst., Polyb. — кулачное право, закон войны;
    ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι Her. — вступить в рукопашный бой

    2) муз. лад, напев, мелодия
    

(νόμοι κιθαρῳδικοί Arph.)

    νόμοι πολεμικοί Thuc. — военные песни

    3) NT. = ἡ См. η Παλαιὰ Διαθήκη

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "νομος" в других словарях:

  • Νόμος —         (nomos) (греч.) см. Номос и фюсис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • νομός — place of pasturage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — ο 1. κανόνας δικαίου, γραπτή βούληση οργανωμένης πολιτείας που ρυθμίζει τις σχέσεις πολιτών και κράτους ή τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. 2. το σύνολο των νόμων, η νομοθεσία. 3. κανόνας που ρυθμίζει ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου: Ο νόμος της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομός — ο διοικητική περιοχή, όπου προΐσταται ο νομάρχης: Νομός Θεσσαλονίκης. – Nομός Σερρών κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»